Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

// έπεα πτερόεντα // ή // λίγο πριν το τέλος διάλογος //

-Πετούν οι λέξεις σαν πετούμενα και φεύγουν μακριά. 
Και πάνε, ταξιδεύουν άλλους ανθρώπους για να βρουν.
Σαν κλεισμένες σε μπουκάλια και σε κύματα,
να μπαίνουν, να βουτούν, ώστε να κολυμπήσουν μακριά
και απ' το γυαλό να φύγουν..

-Αν το σκεφτείς, μόνο μιλούν οι άνθρωποι. Μιλούν για ν΄ ακουστούν, να ειδωθούν, για να αγαπήσουν και ν' αγαπηθούν. Σκέψου δυο ανθρώπους μοναχούς σε ένα μεγάλο δάσος. Δε θα χρειαστεί η φωνή του ενός, τον άλλον για να βρει και να' ρθει πιο κοντά του; Ύστερα δες μια μάνα να γεννάει το παιδί της. Από δίπλα ένας πατέρας που δε μπορεί να δει κανέναν. Δε θα θελήσει ν' ακούσει τη φωνή της γυναικός ή του παιδιού το κλάμα, ώστε να ξέρει ότι έγινε μια γέννηση; Πώς διαφορετικά θ' ανακαλύψει ότι υπάρχει δίπλα του έμβια πλάση;

- Εγώ ακόμα και όταν ερωτεύομαι, θέλω να το φωνάξω, να το πω. Και όταν πονώ ή κλαίω. Πάω κατευθείαν και όλο κάποιον βρίσκω να το λέω..

- Μπορείς να δεις και την εικονογραφημένη έκδοση ενός παραμυθιού. Πάλι τις λέξεις θα βρεις πάνω από τις εικόνες, που αν ποτέ ρωτήσεις κάποιον το γιατί, θα σου απαντήσει ότι στο νόημα μια λέξη κάτι θα προσθέσει.

-Μια φορά είχα κοιτάξει ένα πλάσμα και άλλο ένα, ερωτευμένοι να χορεύουν, στη δίνη και το πάθος να στριφογυρνούν... Μα αυτό ήταν μόνο εικόνες συρραμένες στη σειρά..Και όταν ο πατέρας μου το είδε, το πέταξε έξω από το σπίτι...

-Για έλα, κάμε έπειτα μια βόλτα σε κάποια συνοικία. Τρέξε κοντά σ' αυτούς που είναι μόνοι. Σ' αυτούς που η ζωή δεν έλαχε τη συντροφιά, δεν όρισε συνεπιβάτη. Θα σου μιλήσουν; Δεν είναι άραγε αποκλεισμένοι από τον κόσμο των πολλών; Τους θέλουν; Τους ζητούν μες στις παρέες; Τους ακουμπούν μόνο πεζά, ποιητικά ποτέ. Γιατί κατηγορούνται ότι δε μιλούν, είναι ένοχοι για έλλειψη έκφρασης. και αντικανονικότητα.

-Καμιά φορά θαρρώ πως είμαι επινόηση...πως μες στην κατανόηση του κόσμου, δε φτάνει, δε χωράει η δική μου η διανόηση..Τάχα γιατί τους κρύβομαι και δε μιλώ..

- Πάμε σε κάποια παραλία. Να βρούμε πάλι τη μητέρα με το παιδί. Αυτό να θέλει να κολυμπήσει στα βαθιά και εκείνη να του φωνάζει να μην απομακρύνεται. Δεν ειν στα μάτια του παιδιού οι λέξεις καταπίεση; Ενώ εκείνη; Δεν προσπαθεί μάταια να το προστατεύσει;

- Ξέρεις; Όταν ήρθαν και με πήραν κάτω από το κρεβάτι, προσπάθησαν τότε να μου μιλούν με αγάπη. Δε με χτυπούσαν και εγώ δεν έκλαιγα πια...Άδειο πουκάμισο ήμουνα σε καποιανού την αγκαλιά...

-Όχι, μη φύγεις ακόμα. Μη μου ζητήσεις άλλα να σου πω, κουράστηκα..απλά νιώσε τώρα. Άκου της θάλασσας τα κύματα, πώς σκάει το νερό στο ακρογυάλι. Ο παφλασμός... Και έπειτα κοίτα το ηλιοβασίλεμα. ή τα σύννεφα στον ουρανό. Δες τις μορφές που σχηματίζουν και τα πλάσματα που απεικονίζουν...Πώς ο καθένας από εμάς τα μεταφράζει. Αυτό είναι ένα μαγικό! Ότι κοιτώντας κάπου ίδια, δίχως λέξεις, μόνο με μάτια και καρδιά, μπορούμε πράγματα διαφορετικά να βλέπουμε..\

- Και όταν εγώ πια δε θα υπάρχω και θα μαι πια στάχτη, όχι σώμα; Ούτε μια λέξη δε θα βγάλουν, δε θα μιλήσει άλλο κανένα στόμα...


-Μείνε κοντά μου για λίγο.
-Και αν πονέσω;
-Θα σ' ακουμπήσω στοργικά, θα σε παρηγορήσω..
-Και αν πάλι δε μπορέσω να χαμογελάσω;
-Τότε θα σου κάνω αστεία, θα σου σκαρώσω χορούς..
-Και αν μας βρούνε και μας πιάσουν μια νυχτιά;
-Δε θα πούμε τίποτα, θα σου κρατήσω σφιχτά το χέρι..
-Και λέξη καμία; Ποτέ;
-Δε θα' χουν νόημα τα λόγια. Θα σ' ακουμπά το χάδι μου.
-Και πότε όλα θα τελειώσουν; Λένε πως όλα σβήνουν μια στιγμή.
-Για' μας, για σένα και για μένα θα σβήσουν όλα μιαν αυγή, μονάχα τότε που το χάδι μου θα σε πονέσει..Μονάχα όταν δε θα μπορείς να βολευτείς στην αγκαλιά μου.
-Κοίτα, ξημέρωσε. Είναι αργά. Ας κοιμηθούμε.
-Ναι, έλα αγκάλιασέ με και σφράγισε τα μάτια σου..
-Μα άνοιξε περισσότερο τα χέρια σου, έλα.. Άουτσ!
-Τι έγινε; Μήπως θέλεις να σε κρατήσω πιο σφιχτά;
-Όχι, απλώς, να..κοίτα..δε βολεύομαι πια..
-Αχά.
-Αχά.

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

άβολα-καλά

Από τη μία λέω είναι νωρίς και τι να πω για σένα. Από την άλλη λέω είναι αργά για δισταγμούς και περιττά διλήμματα. Παράλληλα σε σκέφτομαι και θέλω να σε δω. Και είμαι ο εαυτός μου. Είμαι εγώ, σε όλα. 

Συναντήσεις όμορφες και αληθινές μαζί σου. Συναντήσεις που έχουν να μου λένε πολλά. Για εμένα, για εσένα, για την έκταση του σύμπαντος, τον Πλάτωνα και την ευδαιμονία του Αριστοτέλη. 
Για την γλυκύτητα της ματιάς σου και για τη θέρμη του φιλιού σου. 
Για τη φλόγα που αποκτάς, όταν μιλάς για κάτι που σου αρέσει. 
Για το πόσο σφιγμένα αληθινός νιώθεις. 
Για το πόσο άβολα-καλά αισθάνεσαι.
Για το πόσο σου αρέσουν οι γάτες. 
Για το πόσο ωραία πέρασες απόψε. 
Και για το πόσο σου έλειψε το χτες.

Και εγώ, ένας λυμένος κόμπος. Για εμένα, όλα απλά και αληθινά μοιάζουν. 
Το πόσο μου αρέσει να σου μιλάω και να με ακούς.
Το πόσο το απολαμβάνω να μου λες για τον κόσμο.
Το πόσα ταξίδια κάνω μέσα από τις κουβέντες μας.
Το μόνιμο χαμόγελό μου, λες και παθαίνω εξάρθρωση κάτω γνάθου.

Ελπίζω για εσένα, να σταματήσεις να κομπλάρεις.

Ελπίζω για εμάς, να σταματήσουμε να μετράμε τις ώρες μέχρι να τα πούμε ξανά.

Γιατί ο χρόνος είναι εδώ. Και τώρα. Μακριά και κοντά. 
Μέσα και έξω από εμάς, όλα σχετικά είναι.


Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Σ// Σιωπή // ή // Π// Πίσω

Και όπως δεν αντέχουν οι άνθρωποι το ξένο και το απ' αλλού φερμένο, έτσι δεν άντεξα και εγώ. Δεν άντεξα και σου μίλησα. Σου είπα για όνειρα κρυφά, ατελή και αφελή. Όνειρα ψυχωτικά, με όνομα και ιστορία. Για πρόσωπα και πράγματα. Σαν επίλογος σε παραμύθι παιδικό. Απ' αυτά που κάνουν το αντίο να μοιάζει μαχαιριά και πονούν...πονούν...πονούν..

σκηνή πρώτη: Μόνος εσύ, καθισμένος γωνία στο πάτωμα, να ζητάς να μάθεις πώς γράφεται το "θέλω". Και χωρίς κανένα πρόσταγμα, να πλησιάζω εγώ στο μέρος σου και να κοντεύω να τρελαθώ. Να σ' αγκαλιάζω και χωρίς διάθεση να μου ξεφύγεις, να ακουμπάς ένα-ένα τα εύθραυστα σημεία μου. Τα βρίσκεις όλα. Χαλαρώνω. Το χέρι ξανά στο στέρνο μου.

σκηνή δεύτερη: Μόνος εγώ, όρθιος στην κουζίνα, σχεδόν εξομολογητικά, να σπάω ένα ποτήρι μέσα στη χούφτα μου. Και χωρίς κανένα δισταγμό, να πλησιάζεις εσύ στο μέρος μου και να κοντεύω να τρελαθώ. Να μ' αγκαλιάζεις και χωρίς διάθεση να σου ξεφύγω, να χαϊδεύω με τα ακροδάχτυλά μου τα μαλλιά σου. Και το αίμα να κυλά. Κόβομαι.

σκηνή τρίτη: Και οι δυο μαζι, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. Τα χέρια μου δεμένα στο προσκέφαλο, τα δικά σου απλωτά πάνω στο στήθος μου. Και ορκίζομαι κει να μπορέσω να δω στη θολή σου ματιά όλα όσα κρύβεις. Καλύτερα μάτια χαμένα, παρά λόγια ορμητικά. Με φιλάς. Κρατώ την ανάσα μου και χάνομαι στα χέρια σου. Τα πόδια σου μπλεγμένα στα δικά μου. Το στήθος μου και το δικό σου ενωμένα, οι αρτηρίες μου να νιώθουν την ορμή απ' το αίμα σου να' ρχεται κατά μόνας. Η καρδιά να ορθώνεται στο χαμένο πάθος. Ο χρόνος σταματά. Ξυπνώ.


Και ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα που ποτέ δεν έλυσες; Ότι η καρδιά σου δεν είναι καλοκουρδισμένη μηχανή. Ούτε η δική μου φυσικά. Αν όλα τα αντιμετωπίζεις φθυσικά, επειδή δε συγχρονίζεσαι δουλειά δεν κάνεις. Δεν είναι κριτική, πες το τύχη. Τύχη που δεν κατάλαβες ποτέ το πόσο πονάει το ανεκπλήρωτο. Τις γρατζουνιές και τους μώλωπες που αφήνει η ματαίωση. Παρά το γεγονός ότι δε με κατάπιε το ανέκφραστο.

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Του χρόνου η λαβωματιά

Θυμάμαι ακόμα παιδάκι καθώς ήμουν, να με κάνεις μπάνιο και να με ντύνεις.
Θυμάμαι ακόμα την υπομονή σου μέχρι να φάω, κάθε φορά που ο οργανισμός μου αποφάσιζε να μας βασανίσει και τους δυο.
Τα χέρια σου στα μαλλιά μου και τα φιλιά σου στο ζεστό μέτωπό μου.
Θυμάμαι ακόμα να προσπαθείς να μου μάθεις να διαβάζω και να γράφω. Να θυμώνεις με τον εαυτό σου κάθε φορά που σε ρωτούσα κάτι και δε μπορούσες να μου απαντήσεις.

Θυμάμαι ακόμα να μου μιλάς για την αγάπη και τη χαρά, τη λύπη και τον έρωτα.
Θυμάμαι ακόμα να επιχειρείς να μάθεις τι έχω στο μυαλό μου και τι νιώθω.
Να λυπάσαι κάθε φορά που φεύγω και να κάνεις σαν τρελή από χαρά όταν επιστρέφω.

Θυμάμαι να μου κρατάς το χέρι όταν είχα τις μαύρες μου και να μου ζητάς να κάνω το ίδιο για εσένα όταν είσαι λυπημένη.
Θυμάμαι ακόμα να μου λες πόσο με αγαπάς και διερευνητικά να εξετάζεις κάθε μου κίνηση για να πιστέψεις.

Θυμάμαι την αγωνία σου να γίνω ευτυχισμένος, ακόμα και αν κάποιες φορές ο εγωισμός και η συνήθειά σου έβαζε στην άκρη τη δική μου τη χαρά.

Μας έχω ονειρευτεί πολλές φορές να τρώμε στο τραπέζι ελεύθεροι και οι δυο.
Μας έχω φανταστεί να παίζουμε με τα παιδιά μου και τα εγγόνια σου.
Μας έχω δει να πλατσουρίζουμε μαζί σε θάλασσες και να μιλάμε για τα πάντα.

Πολλές φορές με έχεις ρωτήσει αν είμαι χαρούμενος και μου έχεις ζητήσει συγνώμη για εκείνες τις φάσεις που με «έκλεινες» ερμητικά σε φόβους και ανασφάλειες δικές σου.

Δε θα σου πω ότι είμαι χαρούμενος, αλλά θα σου πω ότι έχω ήδη λαβώσει το χρόνο και τώρα μάχομαι για εμάς. 
Θα τον νικήσουμε το χρόνο, Μάνα.
Θα περπατήσουμε πλάι σε κύματα και καταιγίδες.
Θα κοιτάξουμε το φόβο κατά πρόσωπο και θα τον διώξουμε μακριά. 

Φτάνει μόνο να παραμείνεις χαμογελαστή. Και να' σαι εδώ. 

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017

Μορφές που κάτι προβάρουν


 Νιώθεις να πνίγεσαι από τον τρόπο με τον οποίο όλα «τρέχουν» στην πόλη σου;
Αισθάνεσαι την πίεση- όχι  την ατμοσφαιρική- ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι σου και να γίνεται ενιαία μάζα, συμπυκνώνοντας τις όλο και περισσότερες σκέψεις σου;
Νιώθεις το σώμα σου να χάνει ρυθμό και τα χέρια σου να κινούνται άτακτα στο χώρο;
Βλέπεις τις φρίκες σου να χορεύουν πιασμένες χέρι- χέρι, τραβώντας όλα τα θετικά θέλω σου προς τον «Άδη» των φόβων σου;

Καλωσήρθες στον κόσμο μου!

Ο κόσμος αυτός δεν είναι εύκολος. Δεν αποτελείται από σύνολα ουράνιων τόξων και σίγουρα δεν κρύβει θησαυρό στο τέλος του.
ΔΕΝ καλείσαι να λύσεις κάποιο μυστικό γρίφο, ούτε να ξεκλειδώσεις λουκέτα ώστε ν’ ανοίξεις πόρτες που θα σε οδηγήσουν σε παραδείσιες αυλές.
Τα ονόματα των καλεσμένων είναι απολύτως συγκεκριμένα και αυτό ξέρεις γιατί; Γιατί ΔΕΝ υπάρχουν. Εδώ υπάρχουν μόνο ερμητικά κλειστά παράθυρα με ξύλα σταυρωμένα, που δε σου επιτρέπουν να τα ανοίξεις, γιατί σε απομακρύνει και μόνο η θέασή τους.

Παρόλα αυτά, θα σε αφήσω να κοιτάξεις λίγο μέσα σε αυτόν.

Στο εσωτερικό του κόσμου, του άχρωμου, μπορεί κανείς να συναντήσει μορφές που κάτι προβάρουν.
Κάτι εντελώς άτακτο. Κάτι χορευτικό, αλλά μη ρυθμικό. Κάτι ερμηνευτικό, αλλά αφανές.
Για δοκίμασε να καταλάβεις.
Όχι ακόμα!
Πρώτα σκέψου αν θέλεις. Γιατί εκείνες σίγουρα δε θέλουν.
ΔΕΝ κάνουν ό,τι κάνουν για να το παρουσιάσουν σ’ εσένα και τους ομοίους σου, ούτε για να αποκαλύψουν μυστικά, να είσαι σίγουρος!
Γι’ αυτό πρέπει να είσαι έτοιμος για όλα και να αφήσεις τα πάντα να κυλήσουν αργά. Πρόσεξε! ΔΕΝ καλείσαι να το κάνεις, όμως πρέπει!
Δοκίμασε αρχικά να γευτείς την αύρα του χώρου. Τις μυρωδιές και τις γεύσεις που αφήνει με κάθε φύσημά του ο αέρας.

«Διεκδικήστε το χώρο που σας ανήκει», ακούγεται μια φωνή να λέει.
Και σκέφτεσαι: μήπως κατάλαβαν ότι τους παρακολουθείς και επιχειρούν την απομάκρυνσή σου; Μήπως αντιλήφθηκαν ότι προσπάθησες να ανοίξεις τα παράθυρά τους; Μήπως κατάλαβαν ότι δεν ψάχνουν για κάποιον Μεσσία; Μήπως δεν ακολούθησες σωστά τα βήματά μου; Βιάστηκες;
Τα πόδια σου σε σπρώχνουν να μπεις στη μουσική συμφωνία των μορφών που χορεύουν μπροστά σου. Αλλά δε μπορείς. Γιατί ΔΕΝ επιτρέπεται.

Γίνεται γρήγορο.
Πιο γρήγορο.
Ακόμα πιο γρήγορο.
Γρηγορότερο.
Χάνεις έδαφος.
Πέφτουν κάτω οι μορφές.
Ξανασηκώνονται.
Πέφτουν πάλι.
Ο σκηνοθέτης αυτοκτονεί.
Η αυλαία πέφτει.

Σκέφτεσαι ότι η σκηνή τελείωσε.
Και μένεις να τους κοιτάς. Με στόμα ανοιχτό και μάτια σφραγισμένα.
Η ευθύνη είναι δική σου.
Βιάστηκες.
Δε μπόρεσες να σώσεις τις άτακτες μορφές.
Σταμάτησες να προσπαθείς όταν απορροφήθηκες από τη μουσική τους συμφωνία.
Σε παρέσυραν.
Το καταλαβαίνεις και

Και τώρα θέλεις να ξεφύγεις.

Μια άλλη μορφή χορεύει μπροστά σου τώρα.
Σου δίνει ένα πιστόλι.
Το κολλάς στον κρόταφό σου, ενώ εκείνη συνεχίζει να κινείται ρυθμικά.
Μπάμ.

Ξέφυγες.


«Παρακαλώ ο επόμενος», ακούγεται πίσω.

Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

εγωιστικά

είμαι εδώ κάθε μέρα
όχι για σένα, μα για μένα
πριν από λίγο κάτι γράφτηκε
κάτι έγινε, κάτι νέο ήρθε
και εγώ ακόμα ψάχνω να βρω την ευτυχία
που έχασα μέσα από τα χέρια μου τότε
που ίσως δεν ήταν ευτυχία
ή και να ήταν, ποιο το νόημα

τώρα γεμίζω τις μέρες μου,
μα οι νύχτες όλο και αδειάζουν.
και προσπαθώ να κάνω πράγματα
να μην κρύβομαι
να μαθαίνω
να ψάχνω
όχι για σένα, μα για μένα

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Μ.Ε.Θ.

Ρέθυμνο, Σάββατο 22/10/16

είδες; το πρώτο κρίσιμο 48ωρο έχει ήδη περάσει και πλέον μπορώ να πω με σιγουριά πως η κατάσταση του ασθενούς ξεκίνησε να σταθεροποιείται.

κάνω προσπάθεια μπας και ξεχάσω. όχι εσένα, αλλά το πρόσωπό σου τη στιγμή του αποχωρισμού. την τελευταία εικόνα που έχω από εσένα. αν μου ζητούσαν να την περιγράψω με λέξεις, δε θα μπορούσα. ούτε με ένα χρώμα ή ένα τραγούδι θα μπορούσα. ούτε καν με μια κίνηση.
όπως όλες, έτσι και οι τελευταίες μας στιγμές αγκαλιά ήταν κάτι παραπάνω από έντονες. με πίστευες και ο χρόνος έδειχνε να έχει σταματήσει για εσένα, εκεί όπου βρεθήκαμε στην αρχή του τέλους. σε έβλεπα να κλαις, αλλά στην πραγματικότητα η αντανάκλασή σου, σε έδειχνε να κρατάς το τσιγάρο σου και να κοιτάς τη θάλασσα, όπως ακριβώς όταν κατέβηκα να σε βρω.

εκείνο το βράδυ σου μίλησα αρκετά, σε φίλησα αρκετά και ο εν δυνάμει φόβος μου μήπως με μισήσεις αργότερα, με έκανε να μη θέλω να με βλέπω μπροστά μου. γιαυτό και σε κοιτούσα, όταν σου μιλούσα. αν κοιτούσα οπουδήποτε αλλού, θα ήμουν αναγκασμένος να με αντιμετωπίσω και αυτό δεν ήταν κάτι που θα άντεχα.

γυρνώντας σπίτι, θέλω να ξέρεις ότι προσπάθησα να σε σκεφτώ χαρούμενο και δε μπόρεσα. και τότε έσπασα. δεν είναι φοβερό πώς η λύπη και η απογοήτευση, που μ' άφηνες να δω ότι σε κατακλύζουν, είχαν σβήσει από το γαμημένο κεφάλι μου όλες τις στιγμές που γελούσες, λες και δεν υπήρξαν; πλέον μόνο οι φωτογραφίες μπορούν να με κάνουν να ξαναθυμηθώ ότι όντως κάποτε γελούσες, αλλά τι να το κάνεις, έρμαια του ψεύτη χρόνου και αυτές.

τρέμω στη σκέψη πως μπορεί να πάθεις ή να προκαλέσεις στον εαυτό σου κάποιο κακό. και όχι, δεν το λέω για εμένα. οι τύψεις είναι φίλες μου πλέον, δε με τρομάζουν. αλλά είσαι τόσο όμορφος και τόσο εύθραυστος....

είμαι σίγουρος πως θα σταθείς στα πόδια σου και θα βρεις τον καλύτερο δρόμο, που μπορείς. αξίζει να σε βλέπεις γελαστό. όταν θα βγεις ζωντανός απ' αυτήν την καταιγίδα, ελπίζω πλέον να μπορείς να έρθεις και να μου πεις ότι τα καταφέραμε. γιατί όντως τότε θα τα έχουμε καταφέρει. τότε.
πρόσεχε τον εαυτό σου.

σ' αγαπώ.